χειριπέδα

χειριπέδα
χειρ-ῐπέδα, [dialect] Boeot.
A = χειροπέδη, IG7.2420.27 (Thebes, iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χειριπέδα — ἡ, Α βλ. χειροπέδη …   Dictionary of Greek

  • χειροπέδη — η, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. χειριπέδα Α συν. στον πληθ. οι χειροπέδες και αἱ χειροπέδαι συσκευή δέσμευσης τών χεριών χρησιμοποιούμενη στις συλλήψεις και αποτελούμενη από δύο περικάρπιους δακτυλίους, συνδεόμενους με μικρή αλυσίδα (α. «τού πέρασαν αμέσως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”